- επίσχω
- ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α)1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’ ἁλμύραν», Σαπφ.)3. εμποδίζω, σταματώ, αναχαιτίζω («οὐδὲν μ’ ἐπίσχει», Ευρ.)4. (με γεν.) εμποδίζω, συγκρατώ κάτι από κάτι άλλο («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», Ομ. Οδ.)5. (αμτβ.) σταματώ την πορεία, την κίνηση, την ενέργεια, και επομένως περιμένω6. (με γεν.) σταματώ μια ενέργεια («τάχ’ oὖv ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῑν ἂν τοῡ γράφειν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσχω, παραλλ. τ. τού έχω].
Dictionary of Greek. 2013.